- απόγονος
- descendant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀπόγονος — born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόγονος — ο (AM ἀπόγονος, ον) [γόνος] αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον νεοελλ. οι απόγονοι 1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι 2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές … Dictionary of Greek
απόγονος — ο αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον: Είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπόγονον — ἀπόγονος born masc/fem acc sg ἀπόγονος born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνοις — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνοισι — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνου — ἀπόγονος born masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνους — ἀπόγονος born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνων — ἀπόγονος born masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογόνῳ — ἀπόγονος born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόγονα — ἀπόγονος born neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)